- πρωτίστῃ
- πρώτιστοςthe very firstfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτίστη — πρώτιστος the very first fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαρχή — ἡ, Α η πρώτιστη αρχή … Dictionary of Greek
πρώτιστος — η, ο / πρώτιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και δωρ. τ. πράτιστος, ίστη, ον Α (ως υπερθετικό τού πρώτος) 1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα κυρίως, πρώτα πρώτα νεοελλ. 1. συνεκδ. κυριότατος, ο… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ντεκρολί, Οβίντ — (Ovide Decroly, Ρενέ 1871 – Βρυξέλλες 1932). Βέλγος παιδαγωγός. Αφού σπούδασε ιατρική στις Βρυξέλλες, πήγε για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Ενδιαφέρθηκε για τα προβλήματα των ανώμαλων παιδιών, και ίδρυσε (1901) για την εκπαίδευσή … Dictionary of Greek
πρώτιστος — η, ο ο πρώτος πρώτος, ο πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, ο σπουδαιότατος: Πρώτιστη ανάγκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
БЛАГО — [греч. τὸ ἀγαθόν, τὸ εὖ, τὸ καλόν; лат. bonum, bonitas], конечный (предельный) предмет стремления человека, движение к к рому не нуждается в дальнейшем обосновании; в богословии одно из Божественных имен (см. Имя Божие). Как философская категория … Православная энциклопедия